γλυκυμυθος

γλυκυμυθος
    γλυκύμυθος
    γλυκύ-μῡθος
    2
    нежно говорящий, т.е. кроткий
    

(ἔπος, Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "γλυκυμυθος" в других словарях:

  • γλυκύμυθος — γλυκύμυθος, ον (Α) αυτός που έχει λεχθεί με γλυκύτητα («γλυκύμυθον ἔπος») …   Dictionary of Greek

  • γλυκύμυθον — γλυκύμῡθον , γλυκύμυθος sweetly spoken masc/fem acc sg γλυκύμῡθον , γλυκύμυθος sweetly spoken neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυκ(ο)- — και γλυκύ πρώτο συνθετικό λέξεων τής αρχαίας (γλυκύ ), μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από το επίθετο γλυκύς/ γλυκός ή το επίρρ. γλυκά, που δηλώνει ποικιλία σημασιών:1. Γλυκύτητα στη γεύση και, κατ επέκταση, σε οποιαδήποτε άλλη από τις αισθήσεις.… …   Dictionary of Greek

  • γλυκυμυθία — γλυκυμυθία, η (Α) [γλυκύμυθος] ευχάριστος λόγος …   Dictionary of Greek

  • γλυκυμυθώ — γλυκυμυθῶ ( έω) (Α) [γλυκύμυθος] μιλάω γλυκά …   Dictionary of Greek

  • μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»